Τρίτη 31 Αυγούστου 2010


Φκάλλουν βίρα κόσμον που μες τους λάκκους. Εν Τούρτζιοι, εν Γρισκιανοί; Πας τα κόκκαλα των πλασμάτων δεν δηλώνει θρησκείες. Θρησκείες τζιαι ιδεολογίες δηλώνει μόνον η συνείδηση των δολοφόνων.

Τι κκιάριν έχει έναν πλάσμαν που δεν πάσχει που σχιζοφρένειαν, κοινωνικοπάθειαν, ή παρανοϊκά σύνδρομα να πα να παίξει έναν άθρωπον τζιαι να σύρει το πτώμαν του μες τον λάκκον;

Ποιος μηχανισμός, ποιόν πολιτικόν σύστημαν, ποιες κοινωνικές σχέσεις, ποιες ατομικές ανθρώπινες αξίες, ποια ανθρώπινη αδυναμία, ποιά εξάρτηση μπορεί να κάμουν έναν ολόκληρον λαόν να ξέρει τους δολοφόνους τζιαι να τους καλύφκει κρύφοντας; Ένας λαός εν τζιαι εν κάτι το αφηρημένον. Εν σσιλιάδες άτομα που έχουν ατομικές αξίες, συνείδησην, αισθήματα. Εν Κυβέρνηση, δικαστές, γεννικοί εισαγγελείς, βουλευτές, πολιτικά κόμματα, οργανώσεις, βουλή, νόμοι, θρησκεία, εκκλησία, δασκάλοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ποιητές.

Όταν ήμουν παιδίν δώδεκα, δεκατριών χρονών με νύχταν εφοούμουν, με πεθαμμένους. Το σπίτιν μου εν δίπλα που το νεκροταφείον. Η μάντρα με τες αίγες μας ήταν 300 μέτρα μακρυά που στην μάντραν που βάλλουν οι χωρκανοί μου μέσα τα λείψανα των πεθαμμένων τους. Άμαν ετζιοιλιοπόναν μια αίγια νύχταν, άκουα το κλάμαν της που το παναθύριν μου τζιαι εσηκώννουμουν η ώρα μια, η ώρα θκυό, ή ώρα τέσσερις το πρωίν να πα να την πογεννήσω. Επέρνουν που έναν μονοπατούδιν χωρίς φως δίπλα που τους καλαμιώνες μες τα σκοτεινά τζιαι δεν εδειλείουν. Έξερα ήδη πως τα φαντάσματα ήταν μες την φαντασίαν του αθρώπου τζιαι δεν τα εφοούμουν.

Μιαν ημέραν είδα κόσμον να βουρά προς το νεκροταφείον πρωίν πρωίν. Εβούρησα τζιαι γω. Εφωνάζαν ότι ήβραν έναν άλυτον αννοίωντας έναν παλιόν οικογενειακόν τάφον. Η στετέ μου ελάλεν ότι άμαν αυτοκτονήσει έναν πλάσμαν, ή άμαν εν αβάφτιστον τζιαι δεν του θκιαβάσει ο παπάς πον να τον θάψουν, ο θεός δεν τον αφήνει να λύσει να πνάσει η ψυσιή του.

Έφτασα στο νεκροταφείον που τους πρώτους, τζιαι ήβρα τον μακαρίτην τον Τζιόρτζιην τον νεκροθάφτην να ξηγωνιάζει προσεκτικά τα παπούτσια ενός λεψάνου του οποίου η πέτσα ήταν κολλημένη πας τα κόκκαλα. Ήταν θαμμένος περίπου έναν ανάμισι πόδιν βάθος κάτω που το χώμαν. Εφόρεν κοστούμιν τζιαι γραβάταν. Κάτω που τον σάκκον του κουστουμιού εφόρεν πουκάμισον άσπρον. Είσιεν μαλλιά τζιαι μουστακούιν ακόμα πάνω στα ξερά του σιείλη.

Εσυνάχτην τζιειαμαί το χωρκόν ούλλον. Οι υποθέσεις εδιούσαν τζιαι πέρναν. Είπα κάποιου με την παιδικήν μου αφέλειαν την δικήν μου εκδοχήν.

- Δεν έν που εν του εθκιάβασεν ο παπάς μάνα μου, είπεν μου ο παππούλης που του την είπα. Αν τον εθάβκαν λλίον πιο βαθκιά τζιείνοι που τον εθάψαν, ήταν να λύσει όπως ηλιεί ο κόσμος ούλλος. Εν που βιάζουνταν να τον θάψουν μάνι-μάνι να μεν τους δει κανένας ως που να ξημερώσει τζιαι θάψαν τον ξέβαθα που εν έλυσεν το πλάσμαν.

Ο κυνισμός των αθρώπων ετρόμαξεν την παιδικήν μου ψυσιήν τζιαι εγέλουν τζιαι εχχαχχάνιζα τζιαι γω για να κρύψω τον φόβο μου. Εγελούσαν τζι επειράζαν τον Τζιόρτζιην. Είπαν ότι σαν έσγαφφεν, έδωκεν μιαν τσαππιάν πας το πόδιν του λειψάνου. Το πόδιν εσηκώστην ττζιαι έδωκεν μιαν κλωτσιάν πας τον κώλον του νεκροθάφτη τζιαι χαζίριν να σπάσει που τον φόον του. Εκουμπήσαν το λείψανον κάθοντας σ΄έναν διπλανόν σταυρόν. Εφκάλλαν φωτογραφίες μιτά του. Είσιεν έναν κορνιόζον, εν αθθυμούμε ποιος ήταν, έβαλεν του γυαλιά του ήλιου τζιαι εφωτογραφίστην δίπλα του αγκαλιάν. Οι πιο σοβαροί, είπαν τους νέους να παραιτήσουν τες πελλάρες. Έπρεπεν να λύσουν το μυστήριον.

Έσιεν έναν που είπεν ότι μπορεί να εν ο γιος του Κ. ο αγνοούμενος. Τα μαλλιά του λειψάνου ήταν καστανόξαθθα όπως του νέου τζιείνου. Ισχυρίζετουν ότι δεν ήταν αγνοούμενος του πολέμου αλλά επαίξαν τον οι πραξικοπηματίες που ήταν αριστερός τζιαι εθάψαν τον άρον-άρον όπου εφτάσαν. Έβαλεν τον Τζιόρτζιην να ανοίξει το σακκάκιν του άλυτου να δουν αν έφαεν σφαίραν. Όντος. Το πουκάμισον το άσπρον, παρόλον που ελερώθηκεν που τα χώματα τζιαι που τα νερά, γυρόν που την καρδίαν ήταν τατσομένον σκούρον. Πρέπει να είσιεν χάσει πολλήν γιαίμαν. Οι χωρκανοί εγινήκαν ούλλοι ιατροδικαστές. Είσιεν έναν άλλον που άρκεψεν να ψαχουλλέφκει το λείψανον τζιειαμαί που το πουκάμισον ήταν σκούρον. Το ιατροδικαστικόν του πόρισμαν ελάλεν ότι η τρύπα η μεγάλη ήταν προς τα ομπρός. Άρα την σφαίραν έφαεν την που πίσω. Άλλος "ιατροδικαστής" εκατέρριψεν την υπόθεσην ότι εν ο γιος του Κ. διότι όντας στρατιώτης, πού είσιεν να έβρει τον σάκκον τζιαι την γραβάταν που εφόρεν ο άλυτος; Άκουσα τον να ψυθιρίζει κάποιου ότι εν ναν κανέναν Τουρτζίν που εσκοτώσαν οι Εοκαβητατζιήες μεταξύ του πρώτου τζιαι του δευτέρου γυρού της εισβολής. Ελαλούσαν ότι ετρώαν τζιαι πίνναν μες τα περβόλια αντίς να παν εις το μέτωπον, τζιαι την νύχταν επηαίνναν τζιαι εκλέφταν ή επειράζαν χανούμισσες μες τα τουρκοχώρκα της μεσαρκάς.

Τα πράματα αρκέψαν τζιαι σοβαρέφκαν. Δεν εχχαχχανίζαν πκιόν. Κάποιος επήεν τζι έφερεν τον μουχτάρην. Ο μουχτάρης ήταν ποτζιείνους τους Μακαριακούς που ελαλούσαν ότι μετά το πραξικόπημαν εγύρισεν τζιαι επήεν με την Ένωσην. Μετά τον πόλεμον εξαναγίνην πάλε Μακαριακός. Ήρτεν άρον-άρον τζιαι ο αρχηγός τους Εοκαβητατζιήες. Εσυζητούσαν πότε κρυφά πότε φανερά. Εκατάλαβα ότι κάτι σοβαρόν έκρυφκεν η υπόθεση.

Μέσα που τους ψύθιρους τζιαι τα μουρμουρητά εδιαδώθην άλλη εκδοχή. Είπαν ότι εν ο πεθθερός του γιου του Μίσιημου που επέθανεν πρόσφατα. Ο μουχτάρης έπεψεν έναν πρώην εοκαβητατζιήν να πα να τον φέρει να μαρτυρίσει αν εν αλήθκεια. Ο Τζιόρτζιης είπεν "εγώ έτσι τάφον έν έφκαλα". Κανένας δεν εθέλησεν να του δώκει σημασίαν. Εγώ όμως επίστεψα του. Το πουκάμισον το τατσομένον είδα το με τα μμάθκια μου. Είδα τζιαι την τρύπαν πας την πέτσαν την ξερήν. Είδα τζιαι τα μαλλιά τα καστανόξαθθα που δεν ήταν γεροντίσιμα. Παρόλον που ήμουν μωρόν, εκαταλάββεννα ότι δεν είναι δυνατόν να θάψουν πλάσμαν νόμιμα ανάμισι πόδιν βάθος. Πως θα εδέχουνταν οι συγγενείς του; Πως θα εδέχετουν ο Παπάς να του θκιαβάσει;

Εκατέφτασεν τζιαι ο αστυνομικός ο Μάκης. Ελαλούσαν ότι ήταν τζιαι τούτος πουτζιείνους τους εοκαβητατζιήες τους ανεμόμυλους που μετά τον πόλεμον εφοήθην πως εν να χάσει την δουλειάν του τζιαι εγίνην τζιαι τούτος μακαριακός. Έπιασεν κατάθεσην που τον Τζιόρτζιην. Έφτασεν τζιαι ο γιος του Μίσιημου. τζιαι εκατάθεσεν πως εν ο πεθθερός του. Είπεν τζιαι του κόσμου να διαλυθεί τζιαι να παραιτήσουν τες μαλακίες τζιαι να ξαναθάψουν τον συγγενήν του.

Επήαν τζιαι φέραν τον Παπάν. Εμαρτύρισεν ότι εν αυτός που έθαψεν τον πεθθερόν του Μίσιημου. Δεν αθθυμάτουν όμως αν ήταν τζιειαμαί. Εθκιαβασεν του λειψάνου να το ξαναθάψουν. Εκαρτέρουν με μεγάλην αγωνίαν να δώ αν εν αλήθκεια της στετές μου ότι άμαν θκιαβάσει ο Παπάς του λειψάνου του άλυτου λιώνουν τα ρούχα, οι πέτσες, τα μαλλιά τζιαι μεινίσκουν μόνον τα κόκκαλα. Τίποτε δεν εγίνην ποτούτα. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν κανένας Τούρκος τζιαι δεν επιάνναν τα θκιαβαστικά τα δικά μας.

Που τζιείνην την ημέρα εφοήθηκα την νύχταν. Άμαν εγένναν καμιά τσούρα νύχταν, ώστι να πάω στην μάντραν, ήταν να σπάσω που τον φόον μου. Νύχταν μόνος μου επήαιννα πάντα βουρητός. Έφκαιννεν η ψυσιή του άλυτου που τους καλαμιώνες τζιαι εφώναζεν. Εβούραν με που πίσω. Μετά που εμεγάλωσα, ο φόος τζιείνος εγίνην φόος προς την εξουσίαν τζιαι τους εκπροσώπους της. Μπορεί να είμουν μιτσής, αλλά το έγγλημαν της μικρής κοινωνίας του χωρκού μου εσημάθκιασεν με παραπάνω που το έγγλημαν του δολοφόνου του άλυτου. Από τότες, κατά βάθος δεν πεϊντίζω με μουχτάρηες, με παπάες, με αστυνομικούς, με γέρους, με οργανωμένα σύνολα. Με τζιείνους, με τα λόγια τους. Φοούμαι μόνον την εξουσίαν τους τζιαι την δύναμην που έχουν να γεννούν δολοφόνους τζιαι να τους καλύφκουν να μεν τιμωρούνται, ούτε που το κράτος, ούτε που την συνείδησην τους.

Που τότες, κατά βάθος, δεν πιστεύκω επίσεις κανέναν ότι υπερασπίζεται το δίκαιον. Υπερασπίζεται το μόνον άμαν εν μούχτιν τζιαι συνόξοα. Άμαν κουστίζει έστω τζιαι τσάς λλίον ρίσκον, λουφάζει, όπως ελούφαξεν ένας λαός μπροστά στες ψυσιές εκατοντάδες συνπατριωτών μας που στοισιώννουν μες τους νεκατώλακκους. Την ψυσιήν του άλυτου δεν την υπερασπιστήκαν ούτε καν οι συγγενείς των αγνοουμένων που το ακούσαν τζιαι ήρταν τζιειαμαί να δουν αν εν ο δικός τους. Ίσως ναν ο πόνος που ενοιώσαν ξύνοντας πας την δικήν τους πληγήν, ίσως ναν ο φόος μπας τζιαι γινούν τζιαι τζιείνοι αγνοούμενοι μιαν ημέραν, ίσως ναν η εγωιστική απογοήτεψη ότι δεν ήβραν τον δικόν τους νεκρόν, ίσως ναν το μίσος προς τους εχθρούς, τζιαι κατ΄επέκτασην προς τους δικούς τους αγνοουμένους, ίσως, ίσως, ίσως... Κανένας δεν υπερασπίστηκεν το δικαίωμαν της μάνας του άλυτου να κλάψει το παιδίν της.

Μαζίν με τον άλυτον, ο Τζιόρτζιης ο νεκροθάφτης εξήθαψεν τζιαι την υποκρισίαν της κοινωνίας που με ανάγιωσεν. Τζιαι ξαναθάφκοντας τον, έθαψεν τζιαι την πίστην μου προς μιαν κοινωνίαν δικαίου, τζιαι την δύναμην μου να γράψω πραγματικές ιστορίες που ακούουνται ψυθιριστά μες του καφενέδες για να γράφω παραμύθκια της φαντασίας.

Οποιαδήποτε ομοιότης με πραγματικά πρόσωπα η γεγονότα είναι τυχαία σύμπτωσις.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Τα πνεύματα του σπιθκιού

Τα ενθύμια του καλοτζιαιρκού μου πας τα πεζούλια των παραθύρων συνεχίζουν την ζωήν τους στο νέον τους περιβάλλον.

Την Πέμπτην εσηκώστηκα που τες αυκάες να πάω για πρωϊνήν συνάντηση σε άλλην πόλην. Φκαίννοντας που την κάμαρη τζιαι περνόντας προστά που το παράθυρον εξανατάραξα τα κομμάθκια χαράς τζιαι επλάσαν άλλην μορφήν.

Την πέμπτην εν επίσης η μέρα της Ενκάντας που έρκεται τζιαι βοηθά με στην καθαριότηταν του σπιθκιού. Άφηκα της τα κλειθκιά, τζιαι όταν επέστρεψα ήβρα το σπίτιν σιόνιν. Σιόνιν το σπίτιν μεν, τα ασήμαντα σημάντικά μου πετάμενα λες τζιαι επρόκειτο περί ποσκουπήων δε. Τα σύμβολα διαλυμένα, τα αντικείμενα πεταμένα όπως-όπως πας το πεζούλιν του παραθύρου. Καλά που δεν τα έσυρεν τζιόλας μες τον κάλαθον.

Όταν τα είδα έτσι αθθύμησεν μου τζιείνους ούλλους τους γονιούς, τζιεινους ούλους τους δασκάλους, τζιείνους ούλλους τους φίλους ή συντρόφους που δεν είχαν ευαισθησίαν τζιαι εποδοπατήσαν χωρίς καν να το πάρουν χαπάριν τα σημαντικά σχέδια των παιθκιών, των μαθητών, των φίλων ή των συντρόφων τους.

Εφωτογράφησα τα για να φκάλω ανάρτησην για το θέμαν της ασέβειας από άγνοιαν τζιαι άφηκα τα τζιειαμαί. Έτσι τζιαι αλλιώς είμαι με τα μαύρα μου τούτες τες ημέρες. Όπως τα έκαμεν η Ενκάντα, μου αθθημίζουν όσα πρέπει να προσέχω που τζιείνους δεν έχουν ιδέαν ποιός είμαι τζιαι τι σχεδιάζω.

Στο άλλον παράθυρον μες την κρεβατοκάμαρην μου έχει μιαν κάτταν που κάθεται συνέχειαν τζιαι θωρεί με άμαν είμαι μόνος μου πας την καρκόλαν.


Η Παρασκευή εν μέρα χαράς. Πότε γιατί έρκουνται τα μωρά που την μάναν τους τζιαι έχω τα για εφτά μέρες μαζί μου, πότε γιατί τες επόμενες εφτά μεινίσκω μόνος μου τζιαι βρίσκω γαλήνην μες την μοναξιάν τζιαι χρόνον για τες σκέψεις μου τζιαι το κορμίν μου. Ο χρόνος μου εν κομμένος εφτομάδες εφτομάδες σαν τα λουκάνικα πον πιντωμένα το έναν πίσω που το άλλον. Έναν λουκάνικον με τα μωρά τζιαι έναν μόνος μου. Τούτην την εφτομάδαν λοιπόν το σπίτιν εν γεμάτον τζιαι με άλλα πνεύματα εκτός από το δικόν μου. Απορροφημένος που την ζωήν που ανάβλυζεν ποτζιεί τζιαι πόη, δεν είχα την έννοιαν του ούτε του παραθύρου, ούτε της ανάρτησης. Δεν το εκοίταξα κάν μπαίνοντας. Όταν έγυρεν η Παρασκεύή μου τζιαι εκόντεψεν μεσάνυχτα, επήα τζιαι γώ να ππέσω να πνάσω, έκπληξη. Τι θωρώ πας το παραθύριν; Αντί της αταξίας που έκαμεν η Εντάντα, η κάττα που εκάθεται μόνη της πας το παράθυρον της κρεβατοκάμαρης τζιαι δέρκεται, εσηκώστηκεν τζιαι επήεν στο παράθυρον με τα ενθύμια. Κάποιον πνεύμαν, άλλον που το δικόν μου, τους έδωκεν ζωήν άλλως πως, διορθώνοντας την αδεξιότηταν του πνεύματος της Ενκάντας.

Τα ενθύμια μου συνεχίζουν να ζιουν τζιαι να προσαρμόζουνται στες νέες συνθήκες ζωής, συνθέτοντας με τα πνεύματα τους σπιθκιού, με τα λουκάνικα του χρόνου μου, με τες αμφιθυμίες μου, με τα πάνω μου, με τα κάτω μου. Πριν να ππέσω, έφκαλα φωτογραφίες των αλλαγών, έβαλα πίσω την κάτταν εις τον τόπον που της αρέσει, τζιαι έβαλα τζιαι τα ενθύμια να μου αθθυμίζουν χαρές τζιαι όμορφα. Έφκαλα τα τζιαι φωτογραφίαν να μοιραστώ μαζί σας έναν κομμάτιν που τον χρόνον τζιαι που τες σκέψεις μου με την ανάρτησην για το σέβας όπως εξελίχτηκεν.


Διαφήμηση:
Όσοι δεν εθκιαβάσετε την ιστορίαν της προηγούμενης ανάρτησης, θκιαβάστε την διότι εν ποτζιείνες που έχουν μέσαν πολλήν κόπον. Σε μας οι διαφημήσεις είναι με μικρά γράμματα διότι στενοχωρκούμαστιν να το κάμνουμεν.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Η αρραβώνα του διαζυγίου



Μπορεί τζιεικάτω να λιάζεσται ακόμα στες θάλασσες, δακάτω το καλοτζιαίριν 2010 εθάψαμεν που μέρες. Βρέσιει, βρέσιει, εσαπίσαν οι τόποι. Εγέμωσεν ο τόπος μανιτάρκα. Ο νήλιος νεφανήσκει τόπους τόπους. Βάλλω σας μιαν ιστορίαν που πάει με το περιβάλλον. Εδημοσίευσεν την ο Πολίτης την περασμένην Κυριακήν, αλλά βάλλω την τζιαι δαμαί για τζιείνους που δεν τον θκιαβάζουν.



Η αρραβώνα του διαζυγίου


Έγλειψεν το χαρτίν τζι εσφράγισεν τον φάκελλον. Ένωσεν να εξηκολλά που την ψυσιήν του έναν κομμάτιν 50 κιλά μολύβιν τζιαι να ππέφτει μπροστά του. Ετράνταξεν η γη. Η πληγή της ψυσιής στο σημείον που ήταν κολλημένον το βάρος άχνιζεν πόνον. Η γλύκα της κόλλας του φακέλλου έδρασεν πας την γλώσσαν του σαν την παρηορκάν που διούν εις το νεκροταφείον μετά που ννα θάψουν τον πεθαμμένον.

Το κουττούτζιν της θλίψης που έππεσεν μπροστά του παρολίγον να του λίσει τα πόθκια. Μες το μαύρον κράμαν του καρκινογόνου μετάλλου ήταν αδρανοποιημένη η πίκρα τζιείνου του καφέ που έπιννεν την ώραν που του ανακοίνωσεν με δάκρυα στα αμμάθκια αυτόν που ήδη ήξερεν. Ήταν τζιαι τα λείψανα τζιείνων των ονείρων που επεθάναν. Ήταν τζιαι η ρυπογόνα ενέργεια της κακοζωΐας που γεννούν τόσα χρόνια συμβιβασμοί.

Τωρά εφύαν ούλα πουπάνω του μαζί με την υπογραφήν που έπεψεν του δικηγόρου να βάλει ομπρός για το διαζύγιο.

Στα πρώτα βήματα που έκαμεν πηαίννοντας προς το ταχυδρομείον να στείλει την επιστολήν ένωθεν ότι επέταν. Τα πόθκια του είχαν συνηθίσει το βάρος που κουβαλούσαν τόσα χρόνια. Τον τελευταίον τζιαιρόν ένωθεν τα να ζαώννουν που βαρύνισκεν το κουττούτζιν. Εμάθαν του ότι οι άνδρες σώννουν. Οι μυς του εμάθαν να σηκώννουν έναν κορμίν φορτωμένον. Ανάλαφρον όπως έμεινεν, ένωθεν το να φουλλοπετά.

Έφτασεν στο πιο κοντινόν γραμματοκιβώτιον τζι έριξεν την επιστολήν. Μετά έπιασεν την Ζήνωνος Κιτιέως τζιαι επροχώρησεν προς την διεύθυνσην των φοινικούων.

Εσταμάτησεν να φουλλοπετά τζι επάταν σίουρα τζιαι σταθερά παρατηρώντας την κάθε αντίδρασην του ελεύθερου πια σώματος, που εμετατόπιζεν τον αέραν για να κάμει τόπον στην ύπαρξην του. Παρολίγον να έρτει σε οργασμόν χωρίς καν αντικείμενον. Έναν βαρίδιον εβάρεν τον ακόμα μες την πούγκαν του πουκαμίσου του. Δεν ήταν μολυβένον. Ήταν χρυσαφένον. Κότσινον χρυσάφιν σαν τες ιδέες του τες χριστιανορθόδοξες τες χρωματισμένες με κομμουνιστικόν αθρωπισμόν. Ήταν εβλοημένον που τζιείνον το φασιστόμουτρον τον Παπάγιαννην που του εθκιάβαζεν πράματα που δεν επίστευκεν εν τη παρουσία του συντρόφου τζιαι αρχηγού του που εγίνην κουμπάρος του πιστεύκοντας ότι εδόξαζεν έτσι την αγάπην.

«Τι κάμνεις μιαν αρραβώναν μετά που εφτά χρόνια χρήσην;» Εφτά χρόνια. Όσα λαλούν οι στατιστικές ότι μπορεί κατά πάσαν πιθανότηταν να αντέξει η αγάπη που γεννά ένας σύγχρονος γάμος. Εφτά χρόνια μνήμες θαμμένες στην αιωνιότηταν ενός μαύρου κράματος από μολύβιν που αφήνει κάποιος πίσω του. Που την ημέραν που του έβαλεν ο Παπάγιαννης τζιείνην την αρραβώναν πάνω στο δαχτύλιν του δεν την έφκαλεν, ως την ημέραν που η πραγματικότητα τον έβαλεν μπροστά που την αλήθκειαν που δεν είχεν την δύναμην να δει την ώραν που του εδείχτην μες τα μμάθκια της. Εκάμναν έρωταν τζιαι ο οργασμός ήταν άλλως πως. Δεν είχεν αναπνεύσει προηγουμένως την άχναν της, ούτε τζιαι η γλώσσα είχεν νοιώσει την ανάγκην να ανιχνέυσει τους πιο τρύφερούς ιστούς του δέρματος της για να πιάσει τον έρωταν. Αυτόν που του είπεν κατάφατσα τζι επίκρανεν του τον καφέν τζιείνην την ημέραν, το είσιεν δει μέσα στα μμάθκια της βλέποντας το μη ερωτευμένον του είδωλον. «Δεν είμαι ερωτευμένη πκιον μαζί σου», είπεν του. Τζιαι αντίς να της πει απλά «ούτε τζιαι γω», έκαμεν πους ήταν το τέλος του κόσμου. Αντί να ακούσει αυτόν που του είπεν η ζωή τζιαι το σώμαν του, εσυνέχιζεν μήνες να ακούει τες βουλές που του εθκιάβασεν ο Παπάγιαννης, ως την ημέραν που του είπεν τζιείνη αυτόν που θα έπρεπεν να της πει αυτός.

Μετά το τέλος του κόσμου, όταν είδεν την ζωήν να συνεχίζει χωρίς να υπολογίζει Παπάγιαννηδες τζιαι συντρόφους, αθθυμήθηκεν το είδωλον του το μαραμμένον. Εσταμάτησεν να νοιώθει θυμόν «για μιαν αχάριστην», τζιαι έφκαλεν ταπεινά την αρραβώναν που του εβάρεν τωρά μες την πάνω αριστερήν πούγκαν του πουκαμίσου του.

«Να πετάξεις το χρυσάφιν γίνεται; Γίνεται, αλλά πρέπει να είσαι πολλά βλάκας. Άλλωστε γιατί να το κάμεις;» εσκέφτην. «Το τέλος δεν ήταν παρα μόνον μια στιγμή τζιείνου ούλλου του ταξιθκιού.

Να το λιώσεις να κάμεις κάτι άλλον; Αν τα λόγια του Παπάγιαννη όμως λειτουργούν σαν την χημείαν τζιαι ο κότσινος χρυσός εν ο καταλύτης της χημικής ένωσης που παράγει το μαύρον κράμαν; Μιαν φοράν κανεί. Η αρχή της πρόληψης δεν είναι μόνον για τα πυρηνικά ατυχήματα

Να την πουλήσεις; Τζιαι πόσα να πιάσεις; Τζιαι μετά, τι σύμβολον θα δώσεις στην αξίαν του; Έχει χρηματικήν αξίαν ο θησαυρός που ζεις με τα μωρά σου;»

Αυτά τζιαι άλλα εσκέφτετουν ως που σε κάποιαν στιγμήν εγυάλλισεν το μμάτιν του. «Χαρά. Αυτόν πρέπει να φήκει πίσω του τούτος ο γάμος» εσκεφτην, τζιαι ένωθεν να τον ησσιεττά μια διαβολική ιδέα. Φτάνοντας στο δρόμον τον φοινικούδων οι περαστικοί αρκέψαν τζιαι αναρκώνναν. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Επήεν τζιαι έκατσεν στο αγαπημένον του παγκούιν που όπου παρακολουθεί τον κόσμον που περνά χωρίς να τον προσέχουν. Έφκαλεν την αρραβώναν που την πούγκαν του, εκαρτέρησεν μιαν στιγμήν που δεν επέρναν κανένας που τον πολυσύχναστον σε ώραν περιπάτου δρόμον. Έκατσεν την στητήν πάνω στο ξημαρισμένον που τες πίσσες τζιαι τα ποτσίαρα πεζόδρομον, τζι εκίττησεν την όπως τον ππίριλλον που εκίτταν που ήταν μιτσής. Ετζιύλησεν στητή τζιαι φτάννοντας ως την μέσην του πεζόδρομου, εγύρισεν εφτά γυριλλάους τζι έγυρεν χαμαί.

Στο βάθος του δρόμου ενέφανεν ένας αλκοολικός να κινείται προς το μέρος του σαν το καρροτσίν που ετζιύλαν μόνον του. Έπιασεν τον η αγωνία. Εσηκώστηκεν να πάει να πιάσει την αρραβώναν άμπα τζιαι καταλήξει καύσιμον της μιζέριας. Εστράφην πίσω. «Αν η τύχη του τούτου του χρυσαφκιού ένι να γινεί ππάιν της πύρας, γιατί να την αντικόψω», εσκέφτην. «Άλλωστε, η ηδονή δεν είναι μόνον έρωτας. Αν εν η τύχη του τούτου, χαλάλιν του».

Εθώρεν το αθρώπινον ναυάγιον να κινείται κούτσαλα-κούτσαλα προς το μέρος του ξηχασκιασμένος τζιαι ένωθεν το στομάσιην του να ανακατώννεται σαν να τζιαι ήταν τζιείνος που εκατέβασεν τρις πότσες πουζοκράσιν που τες εφτά το πρωΐν. Μόλις τον είδεν ο αλκοολικός έκαμεν πους εσυγκροτήθην λλίον παρόλον που επέρασεν που δίπλα του αδιάφορα. Eπαρακάλεν όπως το μωρόν να μεν δει ο παρείσακτος την αρραβώναν. Εθώρεν τον άγνωστον μες την κοσμάραν του να παρπατά ματσουκωμένος. Άμαν τον είδεν να κοντεύκει της αρραβώνας στο μέτρον, ένοιωσεν να απειλείται. Η λογική τον εσυνέφερεν «μα τι θα φοηθεί μια πεθαμμένη υπόθεση;» Όσον τζιαι να επροσπάθαν να κρατήσει συναισθηματικήν απόστασην που το σύμβολον που έφεφκεν, την ώραν που επάτησεν ο αλκοολικός πουπάνω που την αρραβώνναν, ένωσεν πως τον επάτησεν πας την καρκιάν. Ο άγνωστος ζόμπι έρεξεν πουπάνω τζιαι δεν ένωσεν τίποτε. Όταν τον είδεν να κάμνει τζιεί τζιαι εφάνην το δακτυλίδιν πουκάτω που το παπούτσιν που εσηκώννετουν κωλοτριφτά, επήρεν ανάσαν. Εσώθην το νεκρόν σύμβολον.

Μόλις εχάθην ο αλκοολικός στο βάθος εσηκώστηκεν σιασιαριστά τζι έπκιασεν ξανά την αρραβώναν. Έφκαλεν έναν χαρτομάντηλον τζι εσφόντζισεν την. Εξανάβαλεν την χαμαί. Επήεν πίσω στην θέσην του. Πριν να κάτσει είδεν μιαν κοτζιακαρούν που έρκετουν φουρκαστή σαν αν τζι εβούραν την κάποιος. Αρώτησεν κάποιον περαστικόν κάτι. Σαν να τζιαι είπεν της όι τζι εσυνέχισεν τον δρόμον της. Μάλλον εθκιακόναν. «Άραγες η τύχη τούτης της αρραβώνας ήταν να γινεί ψυσικόν νου θκιακονίτη;» εσκέφτην. Εκαρτέραν ανυπόμονα να δει τι θα αποφάσιζεν τη τύχη. Πριν να κοντέψει η κοτζιακαρού, εξανασηκώστην, εβούρησεν προς την αρραβώναν, τζι έπκιασεν την τζι έβαλεν την μες την πούγκαν του.

Ναι μεν ήταν η τύχη που του έπεψεν τζιείνην την γεναίκαν στον δρόμον του, αλλά τζιείνος την αγάπησεν τζι έθελεν να την παντρευτεί. Όπως του άρεσκεν να τα ελέγχει ούλλα, έτσι έλεγχεν τζιαι την τύχην. Όπως η ευθυνη ήταν δική του για τζιείνον τον γάμον, δική του θα ήταν τζιαι η ευθύνη να αφήκει την αρραβώναν του να γινεί ψυσικόν για την κοτζιακάραν την θκιακονητήναν του μεσονύχτου. Έρκετουν πάνω του η κοτζιάκαρη σαν να τζι εγύρευκεν τον.

— Έχεις δέκα ευρώ; λαλεί του καλαμαρίστικα; Μαζεύω για να εγχειρίσουμε το εγγονάκι μου που πάσχει από λευχαιμία. Βοηθήστε μας κύριε. Μας βρήκαν όλα τα κακά. Είμαστε από την Αρτέμιδα της Πελοποννήσου. Πριν τρία χρόνια κάηκε το σπίτι μας και μας βοήθησε ο αείμνηστος πρόεδρος σας και κτίσαμε ένα μικρούλι. Η κόρη μου έχει 4 παιδιά και η μικρή κορούλα της 6 χρονών πάσχει τώρα από την ανίατη ασθένεια.

Στην αρκήν εσκέφτην να της δώκει την αρραβώναν που έσφιγγεν μες το σιαίριν του μες την πούγκαν. Η ιδέα όμως να γινεί η αρραβώνα του θύμαν παραποθκιάς τον αηδίαζεν. Λές τζιαι του ήταν η πρώτη φορά… Την πρώτην φοράν όμως είσιεν τρύπες να του στουππώσει το περιπαίξιμον. Τωρά που τες τρύπες έγιανεν τες, δεν είχεν κανέναν λόγον να δεχτεί να τον περιπαίξει μια θεομπαίχτρα ηλίθια κοτζιάκαρη για να του φάει δέκα εύκολα ευρώ.

— Παλιά τέχνη τζιυρά μου. Απάντησεν της κυπριακά. Αν πραγματικά έχεις αγγονούδιν άρρωστον να σου πληρώσω την μισήν εγχείρησην άμα μου φέρεις την απόδειξην του γιατρού.

— Αι σιχτίρ σπαγκοραμένε, είπεν του η κοτζιάκαρη με σιχαμό. Μόνο ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος είχε καρδιά σε αυτό τον τόπο.

Άμαν τζι επήεν κατά τζιεί τζι εχάθην, έφκαλεν την αρραβώναν του που την πούγγαν τζι εκοίταξεν την που κοντά. Εξανάβαλεν την τζιειαμαί που αθκιάλεξεν να πα να κάτσει μόνης της που την εκίττησεν.

— Άτε. Λαλεί της. Αρκετά σε επροστάτεψα. Τωρά είσαι άξια της τύχης σου. Εσηκώστην τζι επήεν προς την αντίθετην κατεύθυνσην που έφυεν η κοτζιάκαρη.

Κάμνοντας τζιεί μες τον έρημον πεζόδρομον, είδεν να φκαίννει που το κκαφέ μια κορού στητή, σίουρη στο βήμαν της, όμορφη, με μμάτι γυαλλιστόν που έλεγχεν τον χώρον μες τον οποίον εκινήτουν το ωραίον της κορμίν. Εχάρηκεν. Εγύρεψεν να την γλυκοκοιτάξει, αλλά τζιείνη έδειξεν καθαρά ότι εν αλλού. Ήρτεν του η περιέργεια αν θα έπκιαννεν τούτη την αρραβώναν τι θα την έκαμνεν. Η αρραβώνα ήταν όμως μακρυά του. Εξαπόλυσεν τον την ώραν που γλυκοκοίταξεν την ξαθκιάν. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωήν του που τον εσυγγίνησεν το χρώμαν του μαλλιού το ξαθθόν. Εσυνέχισεν τον δρόμον του τζιαι δεν εκοίταξεν καν να δει τι εγίνην η αρραβώνα. Την επομένην αρκέφκαν οι άδειες του δεκαπεντάουστου. Εφώναξεν έναν Ταξί.

— Αεροδρόμιον, είπεν του ταξιτζή.
— Βάρδιαν;
— Όι, φεφκω.
— Τζιαι πού πάεις με δίχα βαλίτσαν;
— Όπου έβρω εισιτήριο. Βλαστά μέσα μου ζωή τζιουνούρκα τζιαι πρέπει να την ηθκιανέψω σε αέριες που δεν ανάπνεψα κόμα.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Swiss γενναιοδωρία

Μιαν τζιαι επιάσαμεν τους Ελβετούς ας συνεχίσουμεν.

Ελβετική γενναιοδωρία: είναι σαν να λαλούμεν Κυπριακή οργάνωτική παράδοση, κυπριακή κρατική αποτελεσματικότητα, Ελληνική λογιστική. Πας τον Ελβετόν μπορείς να βασιστείς. Δεν θα σε κλέψει, εκτός που αν έχει νόμον να του επιτρέπει να το κάμει νόμιμα. η βάση του δικαίου τους όμως εγίνην για να τους επιτρέπει να σε κλέφτουν φτάνει να πιάννει μια τράπεζα κκιάριν). Αλλιώς, βάλλεις του σσσιλια φράγκα χαμαί τζιαι θα τα πκιάσει τζιαι να τα πάρει στην αστυνομίαν.

Πάω στην πρώην πεθθεράν μου. Που τον τζιαιρόν που δεν είμαι πιόν με την κόρην της αγαπά με, λατρεύει με. Το ότι μισά την η κόρης της είναι λόγος αρκετός να με αγαπά τζιείνη εμέναν. Κανένας άλλος λόγος δεν συντρέχει. Ά. ίσως τζιαι το σσυφφέρον της να της πέρνω τα μωρά διότι η κόρη της δεν της μιλά εδώ τζιαι πενταετίαν.

Πάω να πιάω το μωρόν. Σιγά που θα επήαιννα για άλλον λόγον. Φιλούθκια, κκουλαφούθκια. Έσσω εν έμπηκα. Εντάξι, φίλοι αλλά να μεν το παραχέζουμεν τζιόλας. Έμεινα μες την αυλήν τζιαι έτρωα δαμάσσιηνες που μιαν φορτωμένην δαμασσιηνιάν. Μόλις με θωρεί: "μα αρέσκουν σου τα δαμάσσιηνα; να σου δώκω να πάρεις μητά σου. Έχω τόσα πολλά. Είναι γλυτζιά, είναι υπέροχα.

Εντάξι. Ευχαρίστως.

Άρκεψεν να σούζει ελαφρά το δεντρόν τζιαι να συνάει ότι ππέσει πουκάτω. Είδαν ότι έκαμνεν χιλλέν τζιαι κάθε έναν δαμάσσιημον που έππευτεν τπου το δεντρόν έπιαννεν τζιαι έναν ποτζιείνα που εσαπίζαν χαμαί τζιαι δεν εφαίνετουν τζιαι πολλά σαπόν. Βασικά, τα πρώτα δαμάσσινα που ψήννουνται έχουν αΊπιν τζιαι βιάζουνται να ψηθούν πριν να τα πογάλει το δεντρόν.

Ευχαριστώ, στο επανειδήν, να μου φέρνεις τα μωρά, νναί σίουρα, ευχαριστώ για τα δαμμάσσιηνα, τίποτε χαρά μου.

Φτάννω έσσω τζιαι αννοίω το πρώτον
Μαύρον τζιαι γέρημον, ε σκουλουτζιάρηκον

Ανοίω άλλον, έτα τζιειαμί

Αννοίω αλλόναν

αλλόναν

Μαύρα τζιαι γέρημα που την κκελλέν της. Μισή τσένταν δαμάσσιηνες τζιαι ήβρα μιαν καλήν. Τζιαι ερεσκιάζετουν τες τόσον πολλά η ψυσιή μου.

Έτσι εν ο Ελβετός. Για να σου δώκει μούχτιν κάτι πρέπει να του κουστίζει να το πετάξει. Άμαν σου το πουλήσει όμως δεν θα σε κλέψει. Αν μου επούλεν η πρώην πεθθερά μου δαμάσσιηνες δεν θα μου εδιάν ούτε μιαν σκουλουτζιασμένην.

Ο κάθε λαός με τα δικά του. Έχουν άλλα καλά. Εν ανάγγη ναν τζιαι γενναιόδωροι;

Ως το βράδυν επιάσαν με τα κοψίματα. Θα εκαταλάβατε γιατί.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Εφήμερα

Όπου πάμεν τζιαι χαρούμεν πκιάννουμεν αντικείμενα τζιαι κρατούμεν ενθύμια της χαράς. Τα φετινά μου ενθύμια έβαλα τα πας το παράθυρον δίπλα που το οποίον περνώ κάθε φοράν που θα μπω τζιαι θα φκώ που το σπίτιν, κάθε φοράν που θα μπώ τζιαι θα φκώ που την κάμαρην μου. Θκυό πέτρες που εξηχωρίσαν μέσα που εκατομύρια άλλες, έναν περιτύλιγμαν αγάπης, έναν μαρμαρον του πεζουλιού του παραθυρκού για φόντον. Τζιαι το φως που μπαίνει που τα δυτικά. Όποτε ρέξω μπροστά που το παράθυρον μου αλλάσσω την θέσην των τριών αντικειμένων τζιαι φκάλλει άλλον πράμαν. Είναι σαν εξτένσιον της χαράς που μου έδωκεν το καλοτζιαίριν μου. Ζιει τζιαι μεταμορφώνεται, αλλάσσει τζιαι παραλλάσσει.

Σήμερα η εφήμερη σύνθεση έφκαλεν ξόρκια.



αμμάτιν άσπρον τζιαι τραχύν
της μάνας το καμάριν
να φκεις από την εξοχήν
τζιαι το χλωρόν βλαστάριν

Άτε, τζιαι να πάει πάσα κακόν.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε

Ο κόσμος προχωρά. Ξέρω το. Μπορεί να μεν μαθαίνουμεν ούλλοι να κουβεντιάζουμεν ύσηχα τζιαι απλά. Κάποιοι όμως μαθαίνουμεν τζιαι πάμε πιο μπροστά.

Άμαν εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμεν αδερφέ μου απ΄τον κόσμον, ο κόσμος σμίει που μόνος του.

Καταλαβαινόμαστε τώρα. Δεν χρειάζονται περσότερα.

Αφιερώννω το σε σέναν που μου έστειλες μέιλ Πέτρο, Ανδρέα, Γιώργη ή ότι τζιαι να λέγεσαι.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Οι λάκκοι οι στοισιωμένοι


Οφείλω να σας πω ότι αυτές τες ημέρες είμαι πολλά αναστατωμένος. Θκιαβάζω στον τύπον ότι φκάλλουν βίρα πλάσματα που τους νεκατόλακκους τζιαι ανατρισιάζω.

Σκέφτουμε την ώραν που ένας άθρωπος αφαιρεί τη ζωήν κάποιου τζι αναγύρνεται η ψυσιή μου, θωρώ τον ομπρός μου να κουντά το πτώμαν του θύματος του μες τον λάκκον τζιαι ανακουτρέφκουνται τα μυαλά μου, θωρώ τον να φεύκει τζιαι να αφήνει έναν αγνοούμενον πίσω του τζιαι επαναστατώ. Για λλίον όμως, διότι μετά πουκουππίζουμαι μες την θλίψην ξέροντας ότι αν εγίνουνταν έτσι πράματα σήμερα, θα είμουν τζιαι γώ ποτζιείνους που τζιαι να έξεραν, τζιαι να εθωρούσαν, ήταν να σσιωπίσουν. Δεν είναι δυνατόν να είμαι καλλύττερος που έναν ολόκληρον λαόν, που μισόν εκατομύριον αθρώπους από τους οποίους δεν εβρέθην ένας να καταγγείλει έναν εγγληματίαν, έναν έγκλημαν. Γιατί να ήμουν εγώ που θα ήμουν διαφορετικός; Τζιαι βρίσσω. Τζιαι πονώ παραπάνω μαζίν με τζιείνους που εκαρτερήσαν 47 ή 37 χρόνια να έβρουν το λείψανον τζιείνου που αγαπούσαν.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΕΦ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΠΟΥΣΤΗ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΉΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ


Στην προηγούμενη της προηγουμένης ανάρτηση έγραψα για την ανάγκη ανακαίνισης της κυπριακής γλώσσας έτσι που να συνάδει με τες σύγχρονες αντιλήψεις για τες γεναίτζιες, τους ομοφυλόφιλους, τους μαύρους …

Ιδού ένα σχόλιο από κάποιον υπογράφων ματσουκόβιλλος που υποστηρίζει με τον τρόπον του ότι η γλώσσα δεν θέλει ανακαίνηση: ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΕΦ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΠΟΥΣΤΗ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΉΤΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ έγραψεν με στόμφον κεφαλαίων γραμμάτων.

Φανταστείτε αγαπητοί μου αναγνώστες τι σημαίνει για τον ματσουκόβιλλο γαμώ.

Ντάξει, στο ίντερνετ είμαστε, μπορεί να πρόκειται για κανέναν δεκατριάχρονον έφηβον οπαδόν του Αποέλ του οποίου ακόμα η βίλλα ζαόννει τζιαι δεν εγνώρισεν τον ακόμα έρωτα. Αλλά έστω. Έναν μωρό που ξεκινά με έτσι ιδέες για το τι είναι γαμήσι, τι σκατά άνδρας εν να γινεί μιαν ημέρα; Έστω ότι έχει πλάσματα που θεωρούν ακόμα τους ππούστηες αποβράσματα της ακολασίας, παλιαθρώπους, καθίκια, παιδόφιλους, κτηνοβάτες, νεκρόφιλους, εγγληματίες. Έστω ότι η θρησκευτική τους ευσέβια δεν μπορεί να τους αφήσει να δουν τούτους τους αθρώπους αλλιώς. Ο μικρός ευσεβής χριστιανός ορθόδοξος σχολιαστής με τι ιδέαν για το γαμήσι θα πα να ερωτευτεί μιαν γεναίκαν όταν θα ενηληκιωθεί; Που τη στιγμήν που θεωρεί έτσι τους ππούστηες (σαν τον Άνεφ) γιατί θέλει να τους γαμήσει τζιόλας; Εν έτσι πον να γαμήσει τζιαι την γεναίκαν πον να τον ερωτευτεί;

Άσε που μπορεί να μεν είναι τζιαι ανήληκος. Νομίζεται ότι ο ανήληκος με τούτες τες ιδέες εν να τες αλλάξει γιατί εν εις το τρίτον έτος της φιλοσοφικής ή της σχολής κοινωνικών επιστημών; Ή γιατί εν απόφοιτος της όποιας νομικής;

Ποιά γεναίκα θα θέλει τον ενήληκαν ή τον ανήληκον πον να ενηληκιωθεί με έτσι ιδέες τζιαι που εν να θεωρεί την ικανότηταν του να γαμεί σαν μέσον εξευτελισμού προς τον άλλον; Θα μείνει τελικά όπως λαλεί τζιαι η ΕΑ σε προηγούμενο σχόλιο στην ανάρτηση «βίλλος κλαμένος». Που διοχετεύει όμως την λίμπιντο του ένας βίλλος κλαμένος; αγάμητος τζιαι ανέραστος θα πα να γινεί σκύλλος κανενού κόμματος ή οργάνωσης για να εκτονωθεί; Τζιαι ύστερα αν μας προκύψει τζιαι έγκριτος νομικός ή βουλευτής;

Μέσα στην ανακαίνησην της γλώσσας πρέπει να αλλάξουμεν τζιαι το «να πα να γαμηθείς». Ακόμα τζιαι το ασσιχτίρ που σημαίνει το ίδιον πράμαν στα τούρτζικα. Έναν διάστημαν ελαλούσαμεν στην κλίκα μου «να πα να γαμηθεί», τζιαι επροσθέταμεν, «με την κακήν έννοιαν». Θα μπορούσαμεν να το αντικαταστήσουμεν «ας πα να δει τηλεόρασην» ή «ας πα να θκιαβάσει Χριστόφκιας γουότς», ή ακόμα «άι πήαιννε να θκιαβάσεις Φιλελεύθερον». Τζιαι το γαμήσι ας το αφήκουμεν ήσυχον. Το γαμήσει θέλει να το υμνείς, όι να το χρησιμοποιείς σαν βρισιά εξευτελισμού!


Υ.Γ. Ρε φίλε άνεφ, μα τι κάμνεις τζιαι ερωτευτήκαν σε ούλλα τα φασιστούθκια της κυπριακής μπλογκοσφαίρας;

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Ξηκαλοτζιαιρκάζει




Αρέσκει μου η αρκή του καλοτζιαιρκού παρά το τέλος του.

Αρέσκει μου όμως τζιαι η αρκή του φθινοπώρου οπότε πάμεν πάτσι.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Το πουττίν δεν είναι πκιον κλαμένον



Ο τίτλος του άρθρου θα μπορούσεν να ήταν "ανάγκη για ανακαίνισην της κυπριακής γλώσσας". Λέω γλώσσας διότι η κυπριακή διάλεκτος έσιει ΚΑΙ στρατό, ΚΑΙ ναυτικό τζιαι σύφφωνα με τον ορισμό του γλωσσολόγου Μαξ Βάινραιχ μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει τζιαι γλώσσα όπως όλες τες διαλέκτους του κόσμου που επήραν το στάτους της γλώσσας. Το άρθρον είναι ακατάλληλον για ανήληκους κάτω των 18, για σεμνότυφους ορθόδοξους χριστιανούς, ή για αρθρογράφους τζιαι φανατικούς αναγνώστες του Χριστόφκιας Γουότς. Αφιερώνω την ανάρτηση στον Φοίβον Παναγιωτίδην που μου έμαθεν με τα γραφτά του πολλά πράματα για την γλώσσα.

Το τζυπόιν, η βουκάνη, τα ρέτινα, ο σφόντζιος, το πρόσιασμαν, είναι πράματα ή πράξεις που δεν είναι πλέον χρήσιμα στην καθημερινότηταν των Κυπραίων. Οι λέξεις που τα σημαίνουν εξηχαστήκαν πιλέ. Αν δεν εμείναν πούποτε γραμμένες, επεθάναν, ή εν να πεθάνουν μαζίν με τους τελευταίους χρήστες τους.

Ας παν εις το καλόν. Ήρταν άλλες. Έχουμεν τωρά ποντίκιν, έχουμεν λάπτο, χάμπουρκε, αυτοκινητόδρομον. Η γλώσσα ανακαινίζεται. Είναι πράμαν ζωντανόν. Λαλεί το τζιαι ο Φοίβος Παναγιωτίδης που εν τζιαι καθηγητής στο πανεπιστήμιον.

Σε ούλλες τες γλώσσες, άμαν οι αθρώποι θέλουν να πουν κάτι τζιαι λείφκουνται τες λέξεις για να το εκφράσουν, δανείζουνται ήχους που άλλην λέξην της καθημερινότητας, χρησιμοποιώντας την εικόναν που παριστάνει παραβολικά. Όταν κάποιος έθελεν να χαραχτηρίσει έναν πόσικον άθρωπον, ασυνεπήν, σσυφφεροντολόγον, που δεν μπορ΄α βασιστείς πάνω του, που μπορεί να σε προδώσει για την παραμικρήν ιδιοτέλειαν, που δεν σέβεται με αθρώπους με ιερά, που στη σκέψην του τζιαι μόνον έρκεται σου ζόλος μες τα ρουθούνια τζιαι ανακάτσιασμαν εις το στομάσιν, αντί να κάτσει να τα πει τούτα ούλλα, είπεν εν κοτσιρόσιυλλος.

Έσιει έτσι λέξεις που εκαταντήσαν προβληματικές διότι η δανική εικόνα εγίνην παρωχημένη με τον χρόνον. Όταν ελάλεν ο παππούς μου της χαρτωμένης του «πουρέκκα μου», τα πουρέκκια, το ζάχαρις, γεννικά, ήταν μια γλύκα σπάνια. Η αναρή η ξασπραρέτιτζιη ήταν προϊόν που έφκαιννεν λλίους μήνες του χρόνου ως που είχαν γάλαν οι τσούρες που τον Μάην ως τον Σεττέβρην. Σήμμερα γάλαν οι φάρμες φκάλλουν γύρου - γύρου του χρόνου, το ζάχαρις καταναλώννεται με τους τόνους, τζιαι τα πουρέκκια δεν είναι έναν δυσεύρετον σπάνιον γλυτζιστικόν. Γλυκά έχει σσίλια να θκιαλέξεις.

Αν πεις της αγάπης σου πουρέκκα μου, εν να σε φκάλει τζιαι κούλλουφον. Τι θα της πεις όμως της ωραίας που κρατείς μες τ΄αγκάλλια σου; Τζιαι κούκλα μου να της πεις, οι κούκλες δεν έχουν την μοναδικότηταν τζιαι την ακρίβειαν που είχαν πριν. Δκυο ευρώ τζιαι γοράζεις Κινεζούν.

Θέλουμεν άλλες λέξεις να εκφράσουμεν την έκστασην μας μπροστά στην ομορκιάν, μπροστά στην μοναδικότηταν. Πέρτικα μου, πεζούνα μου, πουρέκκα μου, κουκλάρα μου, είναι λέξεις παρωχημένες. Η εικόνα της λέξης της δανεικής άλλαξεν μες την φαντασίαν του κόσμου τζιαι δεν εκφράζει το περιεχόμενον που μένει το ίδιον.

… Πολύ πάκτιδος αδυμελεστέρα, γάλακτος λευκοτέρα, ύδατος απαλωτέρα, πήκτιδων εμμελεστέρα, ίππου γαυροτέρα, ρόδων αβροτέρα, ιματίου εανού μαλακωτέρα, χρυσού τιμιοτέρα έλεεν η Σαπφώ στην πουρέκκαν π΄αγάπαν.

Πως θα πούμεν σήμερα «υματίου εανού μαλακωτέρα»; Άτε για τούτα να πούμεν μικροφιμπρομαλούσα μου με μαλλιά μαλακόττερα που το μετάξιν, Άτε να πούμεν πιο ακριβή τζιαι που το πλουζάκιν το Coucci. Με τι θα αντικαταστήσουμεν όμως ούλλες τζιείνες τες βρισιές που βασίζουνται πάνω σε μιαν καθολικήν υποτίμησην σε εποχές του παρελθόντος; Πως θα πεις "πούττε"; Πως θα πεις πουττέματα, πουττέφκεις, πουττίν κλαμένον…; Πως θα χαραχτηρίσεις όλα αυτά τα αππωμένα βουτυρόπαιδα που δεν αντέχουν
το παραμικρόν ζόρι στον στρατό ή στην φοιτητικήν εστίαν, που δεν εμάθαν να χειρίζονται τη ζωή άμα τους λαλεί κάποιος "όχι", που τους έμαθαν οι μικροαστoί πρωτευουσιάνοι γονείς τους να τα θέλουν όλα τζιαι να μην δίνουν τίποτα, που δεν τολμούν να φκουν νύχταν έξω διότι φοούνται την νοσσιάν τους, που απεχθάνουνται να παρπατήσουν μες την φύσην διότι θα τους κατασσίσουν οι ασπάλαθοι το τζιουνούρκον τζιν D&G; Παλιά που ούλλος ο κόσμος υποτίμαν τες γεναίτζιες, ακόμα τζιαι οι ίδιες, ελαλούσαμεν εις τον στρατόν «εν πουττολευκωσιάτης».

Παλιά, που οι γεναίτζιες επιστεύκαν των παπάων, εθεωρούσαν την περίοδον ξημαρισιάν τζιαι κατώτερην βιολογικήν λειτουργείαν. Υποτιμούσαν αφάνταστα τον εαυτόν τους που το σώμαν τους εκουβάλαν τούτην την κατάραν. Σε σημείον που να φανταστείτε στο χωρκόν μου, άμαν επήαιννες νεκκλησιάν, εμέτρας έξω που την πόρταν πόσες χωρκανές ήταν με περίοδον. Εμεινίσκαν πόξω να μεν ηξημαρίσουν τον οίκον του θεού! Σε έτσι κοινωνικές συνθήκες, το να αποκαλέσει κάποιος τον νέον που επεριγράψαμεν πιο πάνω «μόταν», εχτύπαν κέντρον χωρίς να κάτσει να διηγείται λεπτομέρειες. Μια μότα εν κατώτερη ακόμα τζιαι που τον πούττον.

Σήμμερα τον πούττον εμάθαμεν τζιαι αγαπούμεν τον, ιδίως λουμένον. Η γλύκα του δεν έρκεται που την υποτίμησην, ή που την ασφαλήν του χρήσην σαν πεδίον εκσπερμάτωσης, ή που την επίδειξην δυνάμεως πάνω του. Απόχτησεν χαραχτήραν, σχήμαν, σημείον G, μυρωθκιάν άλλην που τα βακτηρίδια τα παγιάτικα, κούρεμαν αισθητικόν με αισθησιακές προεκτάσεις. Δεν είναι μόνον παθητικός να υπόκειται τζιαι να υπομένει. Πιάννει πρωτοβουλίες χωρίς να αντρέπεται τζιαι από πίστα όπου εμπόρηεν να πάει να χορέψει πάνω μανιχός του ο βίλλος τ΄αδρώπου, εγίνην πίστα απογείωσης που εκτοξεύκει το ζευκάριν σε παραδείσους που ήταν άπιαστοι για την παλιάν εποχήν (έξω που τα μπουρδέλλα).

Να πεις του αριστερού ιντελλέξιουαλ μπλόγκερ σήμμερα πους εν "το πουττίν το κλαμένον", προσβάλλεις το πουττίν που εν ο καλλύττερος σύντροφος εις τα ηδονικά σου ταξίθκια για τον παράδεισον. Τζιαι άμαν προσβάλεις τον άλλον, ισότητα δεν υπάρχει, τζιαι η ηδονή μέσα στην εξουσίαν τζιαι τους ταξικούς αγώνες πεθαίνει για να γινεί ήρωας (ή κρίνον). Έβρετε μου μιαν λέξην που να λαλεί αυτόν που ελάλεν στην εποχήν της υποταγής της γεναίκας η φράση «το πουττίν το κλαμένον»!

Πως θα πεις του άλλου σήμερα "βρωμόππουστε", σταμάτα τα ππουστέματα, εππούστεψες, ππούστη τζι άνοστε, που την στιγμήν που σήμερα άδρωπος που ερωτεύκεται άδρωπον είναι πρώτα απ΄όλα άδρωπος. Διαφορετικός μεν, άδρωπος δε. Η αντροπή της ορθόδοξης ακολασίας πιάννει μόνον τους ορθόδοξους, τζιαι ακόμα τζιαι που τους ορθόδοξους πιάννει μόνον τους πιο μουλλάες. Άμαν θέλεις να πεις ότι ένας πολιτικός έκλωσεν, ότι πάει σαν την αουρίαν όπου φυσήσει ο αέρας, ότι εν παλιάθρωπος να υποκρίνεται μπροστάρης σε πατριωτικούς αγώνες ενώ στην ουσίαν χρησιμοποιά τους αγώνες τζιαι τα κόμματα σαν ασσανσέρ για να πιάσει τζιείνον που δεν μπορεί να γοράσει με λεφτά, αν δεν είσαι ρατσιστής προς τους ομοφυλόφιλους, λείφκουνται λέξεις για να έβρεις μιαν που να τα λαλεί ούλλα. «Βρε ππούστη με το δίπλωμαν, κάμνεις ρητοριλλίκκιν;» είπεν κάποτε ο Άζινος του λεμεσιανού πολιτικάντη...

Το να χρησιμοποιήσει μια γλώσσα λέξεις παραβολικά δημιουργεί πρόβλημαν τζιαι στην βασικήν λέξην άμαν αλλάσσουν οι κοινωνίες. Τον ομοφυλόφιλον πως θα τον αποκαλέσεις για να με προσβάλεις την αθρωπκιάν του που την στιγμήν που ππούστης σημαίνει επίσης απατεώνας, ψεύτης, ανήθικος, παλιάθρωπος;

Τον πολιτικόν που υπογράφει την ανέγερσην ογκώδους ναού ουρανοξύστη μες την παλιάν την πόλην, εν έτι 2010 σε πρωτεύουσαν ευρωπαϊκού κράτους, για να έσιει απλά το κόμμαν του την εύνοιαν του αρχιεπισκόπου τζιαι τζιείνος τους σταυρούς προτίμησης των θεούσων τζιαι των θεοφοβουμένων τι θα τον πεις; Πως θα χαραχτηρίσεις τόσην έλλειψην ευαισθησίας για την πολιτιστικήν κληρονομιάν μιας ιστορικής πόλης που έναν δημοτικόν άρχονταν; Να τον πεις «γάρον»; Τι φταίσιν οι γάροι οι οποίοι καμίαν ευθύνην δεν φέρουν για την πολιτιστικήν μιζέριαν των ανατολίτικων αθρώπινων κοινωνιών; Να τον πεις χτηνόν; Τι φταίσιν τα ζώα για την αθλιότηταν μιας παιδείας που δημιουργεί αθρώπους έτοιμους να κάμουν πόλεμον για την ιστορικήν τους κληρονομιάν την ίδιαν στιγμήν που οι ίδιοι ασελγούν πάνω της για να κάμουν τα δικά τους βίτσια;

Χρειαζούμαστιν επειγόντως νέες λέξεις, νέες εκφράσεις στην κυπριακήν διάλεχτον. Επειδή δεν είμαι της στείρας κριτικής, βάλλω τζιαι γω έναν μικρόν λιθαράκιν. Βάλλω μιαν λίσταν ποτζιείνες τες φράσεις που χρησιμοποιώ άμαν λείψουν οι υπάρχουσες. Σε σας να φανταστείτε το νόημαν.

— Παλιόλαον του μαχτόνας (αντί βρωμισμένε, βρωμόππουστε ή πούττε άλουτε)
— Αλέρτα του Γουίντοους (αντί πρίχτη που μας τα κάμνεις παττιχούες)
— Πεζοδρόμιον της Μακαρίου (αντί σαράβαλλον, ππουστόπραμαν)
— Δεντρόν της Διαγόρου (πλέον ανύπαρκτε φοίκε)
— Χαρτζιν αγάνωτον (άξεστε, χτηνόν, γάρε)
— Βολίτζιην στρεβλόν (άχρηστε, ππούστη)
— Ρότσος ακατέργαστος (αντί χτηνόν)
— Δημοσιογράφε (αντί ψευτόππουστε, απατεώνα)
— Ποσκατίδην του αποπάτου του άπλυτου (αυτόν δεν είναι δικόν μου, το ήβρα σε μπλόγκ μιας κορούς, αλλά δεν αθθυμούμε το ρέφερενς παρόλον που το υιοθέτησα)
— Αποτυχημένη τηλεοπτική παρουσιάστρια
— Ποσκούπηδον του δερματολόγου (αντί γερόππουστε ή γερόπουττε, ππούστη τζι άνοστε)
— Ελιά του Τταλάτ τζιαι του Χριστόφκια (αυτόν είναι άσχετον αλλά το βάλλω για μπόνους).

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Βλαστά ξανά η ζωή μου...

Μπόρα


Μετά βροχή


Μετά κυκλάμινα


Αυριον Κυριακήν του δεκαπενταούστου δημοσιεύκω νέαν ιστορίαν στον Πολίτη (στο αφιέρωμαν διακοπές). Αναμένοντας, μπορεί να πάτε να ακούσετε κάτι πιο ανάλαφρον στο γιούτιουμπ δαμαί


Οι φωτογραφίες από την πρώτη μου επίσκεψη στην Καντάρα μετά τον πόλεμο.

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Απόσταγμα βλακείας χιλίων Ελβετών


Τυγχάννει μου να σαλαβατώ άμαν νευριάσω πολλά με μιαν κατάστασην. Όσοι με θκιαβάζετε που τζιαιρόν θα αθθυμάστε που εθκιαολίστηκα με έναν περιστατικόν τζιαι εφώναζα πως δεν νοιώθω πκιον Κυπραίος. Εν τζιαι εμετάνωσα τίποτε που ότι έγραψα τότες. Ειδικά που τον τζιαιρόν που έθαψα τζιαι κάθε ελπίδαν ότι τζιείνος ο τόπος εν να έβρει μιαν λύσην διακυβέρνησης σαν ενιαίος χώρος με δίχα ρίσκα συγκρούσεων τζιαι βλακωδών εθνικιστικών πολέμων.

Μεν νομίζεται όμως ότι νοιώθω τζιαι Ελβετός. Ή ότι θεωρώ τους Ελβετούς καλλύττερα σκατά που μας τους Κυπραίους. Ο άθρωπος εν άθρωπος. Ο κάθε άθρωπος κουβαλεί την βλακείαν του, την νεύρωσην του, την κατζίαν του, τες πονηρκές του για να περάσει τα σσυφφέροντα του μπροστά που τους άλλους, μαζίν με ότι καλόν μπορεί να τον επροίτζιησεν η ανατροφή του τζιαι η αυτομόρφωση του. Η κάθε κοινωνία κουβαλεί τους ρατσισμούς της, τες αγκυλώσεις της, τους βλακώδης γραφτούς τζιαι άγραφτους νόμους της, τους σκληρούς μηχανισμούς εξουσίας της τζιαι επιβολής προς το άτομον αυτών που θεωρεί σημαντικά "πρέπει", τους μηχανισμούς παραγωγής μαζικής δυστυχίας της, μαζίν με ότι καλόν μπορεί να διά στο άτομον για να αθθίσει επωφελούμενον που την δύναμην τζιαι την οργάνωσην του συνόλου. Το ότι έκατσα δακάτω είναι ότι δακάτω μου κάθεται καλλύττερα.

Το ότι δεν σαλαβατώ για τους Ελβετούς μεν νομίζεται ότι τους εκτιμώ παραπάνω. Είναι που τους θεωρώ ξένους όπως με θεωρούν τζιαι τζιείνοι τζιαι δεν με κόφτει, είτε καλλύττεροι αν θέλουν να γενούν, είτε σιειρόττεροι. Ότι μου σσυφφέρει να πκιάσω που την κοινωνίαν τους πκιάννω το τζιαι ας κουρέφκουνται. Πάμεν πάτσι που πκιάννουν τζιαι τζιείνοι που μέναν ότι τους ησσυφφέρει. Τα παιθκιά μου πον Ελβετοί, αν τους αρέσκει, ας συμμετάσχουν στο κοινωνικόν γίγνεσθαι δακάτω. Εγώ δεν.

Πκιάννει με όμως πότε πότε τζιαι ξησπάζω τζιαι πασάρω τους τα δόξα πατρί τους. Όπως εχτές για παράδειγμαν:

Εσηκώστηκα που τες αφκάες να πάω με τα μωρά τζιαι κάτι φίλους να παρπατήσουμεν πας τες μούττες των Άλπεων δίπλα που τον παγετώναν του Άλετς. Η μέρα ήταν όνειρον.



Ο παγετώνας ήταν αποθέωση. Η φύση όμορφη τζιαι καθαρή. Κόσμος, κόσμος, να πααίννει τζιαι να ρκεται ώρες παρπάτημα με τα μωρά του, με τους γέρους του, με το ερωτευμένο ζεφκάριν του... Ο γείτος σου δακάτω δεν σου λαλεί καλημέρα, αλλά άμαν σταυρώσεις κάποιον πα σε έναν μονοπάτιν πας τα βουνά στου θκιαόλου την μάναν, πρέπει να του πεις Bonjour αν εν γαλλόφωνος ή Grützi αν εν γερμανόφωνος. Γκρούτσι πάνω, μπονζιού κάτω, ευγένειες, χαμόγελα. Οι Ελβετοί χαμογελούν άμαν εν διακοπές τζιαι δεν δουλεύκουν.

Το τοπίον ήταν παράδεισος. Έτσι ζωγραφίζουν οι καθολικοί στην Βραζιλίαν τον παράδεισον πας τες θρησκευτικές εικονούες.



Επαρπάτουν μες το μονοπάτιν, τόσον κόσμον τζιαι δεν εθώρες μιαν κολλούαν, έναν ποτσίαρον, μιαν τσένταν νάιλον. Θώρε, ελάλουν. Δακάτω παρπατεις τζιαι σιαίρεσαι, όι να παρπατείς πας το Τρόοδος τζιαι να νευριάζεις. Ξαφνικά τι θωρώ;



Πέτε, πέτε τι είναι η τσεντούα η νάιλον η μαύρη στην άκρην του μονοπαθκιού. Πέτε να δούμεν αν το φανταστείται!

Όχι δεν είναι τσέντα που την επέταξεν κανένας Ισπανός, Πορτογάλλος ή Τούρκος τζιαι την επήρεν ο αέρας. Δεν είναι ούτε απομεινάρια από ππίκνικ που εγέλασεν κάποιου Ελβετού. Ούτε τζιαι μαύρο χρήμα που έππεσεν κανενού μαφιόζου Ρώσσου που ήρτεν δαπάνω να πλήννει τα μαύρα του κάμνοντας τα τηλεφωνήματα του χωρίς να τον ακούει κανένας.

Είναι μία τσεντού με σκατά του σσιύλλου.

Δακάτω, άμα έχεις σσιύλλον πρέπει να τον ηφκάλλεις περίπατον δύο φορές την ημέραν για να πκιάννει αέραν τζιαι να ενεργείται το χτηνόν να μεν συφτάζεται. Τα πεζοδρόμια των καθαρότατων Ελβετικών πόλεων είναι έναν τεράστιον ναρκοπέδιον με κοτσιρόσσιυλλους. Οι Δήμοι εξεκινήσαν εξτρατείαν τζιαι εκρεμμάσαν παντού σακκουλλούθκια μαύρα, άμαν σιέσει το χτηνόν σου, να περνάς το χέρι σου μέσα στην σακκουλλούαν, να τα μαζεύκεις που χαμαί τζιαι να τα ρίχνεις μες τον ειδικόν κάλαθον του δήμου. Εν αλήθκεια, που τον τζιαιρόν που το ακάμαν τούτον το σύστημαν, οι πιθανότητες να στραφείς έσσω πεζός με το παπούτσι σου να χτιτζιολοά κοτσιρόσσιυλλους Ελβετούς εμειώθηκεν γύρω στο 50%. (πρίν ήταν 98%).

Ε το λοιπόν, Η κυρία, ή ο κύριος που έχεν το σκυλλάκιν (ήταν σκυλλάκιν αν κρίνω από τον όγκον της σακκούλλας) εσύναξεν τον κότσιρον του ζώου του, αλλά επειδή ήταν μέσα στο εθνικόν πάρκον προστασίας της φύσης τζιαι δεν είχεν ειδικούς καλάθους να το σύρει μέσα, έσυρεν το χαμαί. Ναι παρακαλώ!! Έμπηξεν τα σιαίρκα του μες τα σκατά για να βάλει μες την σακκούλλαν να μεν ρυπάνει την φύσην τζιαι επέταξεν τα με την σακκούλλαν που την ρυπαίνει για δεκάδες χρόνια!!! Ε αυτόν τζιαι αν είναι απόσταγμαν βλακείας τζιαι νεύρωσης χιλίων Ελβετών.

Ελάλουν το της Ελβετίδας φίλης μου τζιαι δεν επίστευκεν. Επαρπατούσαμεν τζιαι εσαλαβάτουν, έβριζα την βλακείαν του κόσμου (είναι οικουμενικόν χαρατηριστικόν του ανθρώπινου είδους) τζιαι τί θωρώ. Έναν κύριον να κρατεί δημμένον έναν σκυλλάκιν (εν νόμος άμαν είσαι μες την άγριαν φύση δακάτω) τζιαι μες τα πόθκια του άλλον μαύρον σακκούλλιν με κοτσιρόσσιυλλα. Εγίνηκα σσιύλλος. Σαλαβατώντας εναντίων της βλακείας του κόσμου, λαλώ του με ύφος που απευθύνεσαι σε κοτσιρόσσιυλλον "εν δικόν σας το σακκουλλάκιν;". Εχαμογέλασεν. Βάλλει το σιαίριν του μες την πούγκαν του σάκκου του τζιαι φκάλλει έναν κοτσιρόσσιυλλον μες το σακκουλλούιν τζιαι δείχνει μου τον. "Όχι κύριε. Δεν είμαι εγώ. Ο δικός μου εν εδώ."

Όι μάνα μου. Μπορεί στην Κύπρο η βλακεία τζιαι το κουρουπεθκιόν να ευδοκιμεί τζιαι να εν διάσπαρτον παντού, αλλά δακάτω άμαν τα βρεις, βρίσκεις τα συγκεντρωμένα μονότοπα.